- παυσίλυπος
- -η, -οαυτός που παύει, εξαφανίζει τη λύπη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παυσίλυπος — η, ο / παυσίλυπος, ον, ΝΑ αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη λύπη («παυσίλυπος ἄμπελος», Ευρ.) αρχ. 1. ως κύριο όν. τὸ Παυσίλυπον έπαυλη τού Πολλίωνος στη Νεάπολη τής Ιταλίας 2. φρ. α) «άντρον τού Παυσίλυπου» σήραγγα πάνω από την οποία… … Dictionary of Greek
παυσίλυπος — παυσίλῡπος , παυσίλυπος ending pain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
παυσίλυπον — παυσίλῡπον , παυσίλυπος ending pain masc/fem acc sg παυσίλῡπον , παυσίλυπος ending pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
παυσίλυπε — παυσίλῡπε , παυσίλυπος ending pain masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)